- καπνιά
- suie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καπνία — καπνίᾱ , καπνία with smokecoloured grapes fem nom/voc/acc dual καπνίᾱ , καπνία with smokecoloured grapes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καπνίᾱ , καπνίας smoky masc nom/voc/acc dual καπνίας smoky masc voc sg καπνίᾱ , καπνίας smoky masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνίᾳ — καπνίᾱͅ , καπνία with smokecoloured grapes fem dat sg (attic doric aeolic) καπνίαι , καπνίας smoky masc nom/voc pl καπνίᾱͅ , καπνίας smoky masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνιά — καπνιά, η και κάπνα, η αιθάλη, φούμο: Έπιασε πολλή καπνιά το τζάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνιά — η (Α καπνία) νεοελλ. 1. η μουντζούρα από καπνό 2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους 3. νόσος τών φυτών αρχ. η καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη … Dictionary of Greek
καπνίας — καπνίᾱς , καπνία with smokecoloured grapes fem acc pl καπνίᾱς , καπνία with smokecoloured grapes fem gen sg (attic doric aeolic) καπνίᾱς , καπνίας smoky masc acc pl καπνίᾱς , καπνίας smoky masc nom sg (attic epic doric aeolic) καπνίᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνίαν — καπνίᾱν , καπνία with smokecoloured grapes fem acc sg (attic doric aeolic) καπνίᾱν , καπνίας smoky masc acc sg (attic epic doric aeolic) καπνίας smoky masc acc sg καπνίᾱν , καπνιάω smoke imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καπνίᾱν , καπνιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζαγιά — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του 3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια 4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος 5. το έντομο αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + ιά πρβλ … Dictionary of Greek
ασβολώδης — ες (AM ἀσβολώδης, ες) [άσβολος] 1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά 2. ο γεμάτος καπνιά … Dictionary of Greek
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
συνασβολώ — όω, Α μαυρίζω κάτι με ασβόλη, με καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσβολῶ «μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά» (< ἀσβόλη)] … Dictionary of Greek